Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

το αντρόγυνο

  • 1 пара

    пара ж το ζευγάρι, το ζεύγος· \пара ботинок ένα ζευγάρι παπούτσια· супружеская \пара το ζευγάρι, το αντρόγυνο* танцевальная \пара το χορευτικό ζευγάρι
    * * *
    ж
    το ζευγάρι, το ζεύγος

    па́ра боти́нок — ένα ζευγάρι παπούτσια

    супру́жеская па́ра — το ζευγάρι, το αντρόγυνο

    танцева́льная па́ра — το χορευτικό ζευγάρι

    Русско-греческий словарь > пара

  • 2 разбить

    разобью, разобьшь, προστκ. разбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбитый, βρ: -бит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•

    разбить камень σπάζω πέτρα•

    разбить тарелку σπάζω πιάτο•

    в дребезги θρυμματίζω, κάνω κομμάτια.

    || μτφ. προξενώ μεγάλο άλγος•

    разбить сердце, душу συντρίβω την καρδιά, την ψυχή.

    || μτφ. χαλνώ, χαντακώνω, καταστρέφω.
    2. χτυπώ δυνατά•

    разбить голову σπάζω το κεφάλι•

    разбить нос в кровь χτυπώ δυνατά στη μύτη μέχρι αίμα.

    3. χαλνώ, αχρηστεύω. || κουνώ, τραντάζω.
    4. νικώ κατά κράτος, κατανικώ, συντρίβω. || καταπολεμώ, ανατρέπω (για επιχειρήματα, γνώμες κ.τ.τ.).
    5. χωρίζω, διαμελίζω• κατατεμαχίζω, κατατέμνω, κατακομματ ιάζω. || κατανέμω, διαμοιράζω, χωρίζω• διανέμω•

    нас -ли на четыре отряда μας κατένειμαν σε τέσσερα τμήματα.

    || αλλάζω, κάνω ψιλά, λιανά, -νώματα• χαλνώ•

    -ейте мне десять рублей αλλάξτε μου δεηα ρούβλια.

    || χωρίζω, διαζευγνύω (αντρόγυνο κ.τ.τ.).
    6. χαράσσω, σχεδιάζω, οροθετώ, βάζω όρια, σημάδια (για δρόμο, φύτευση κ.τ.τ.).
    7. στήνω, εγκατασταινω• μπήγω (για αντίσκηνα, κατασκήνωση κ.τ.τ.).
    8. χωρίζω με διαστήματα.
    9. χτυπώ, πλατύνω, σφυρηλατώ, σφυροκοπώ.
    10. (ιατρ.) προσβάλλω•

    отец был разбит парали-цом ο πατέρας έπαθε παράλυση.

    1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι• θλώμαι•

    стакан упал и разбился το ποτήρι έπεσε και έσπασε•

    разбить в дребезги καταθρυμματιζομαι, γίνομαι θρύψαλα, συντρίβομαι.

    2. μτφ. καταστρέφομαι•

    жизнь -лась η ζωή έγινα συντρίμμια.

    3. χτυπώ δυνατά, καταχτυπιέμαι•

    упал с лошади и -лся έπεσε από το άλογο και καταχτυπήθηκε.

    4. χαλνώ, αχρηστεύομαι, ζεχαρβαλιάζω (από τα τραντάγματα)•

    телега в дороге -лась το αμάξι ζεχαρβάλιασε στο δρόμο.

    5. χωρίζομαι, διαμοιράζομαι, κατανέμομαι, κομματιάζομαι. || χωρίζω, διαζευγνύομαι• παίρνω διαζύγιο.

    Большой русско-греческий словарь > разбить

  • 3 разженить

    -женю, -женишь
    ρ.σ.μ. (απλ.)• χωρίζω αντρόγυνο.
    (απλ.) χωρίζω, διαλύω το γάμο.

    Большой русско-греческий словарь > разженить

  • 4 создать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. создал, -ла, -ло•, προστκ. создай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. созданный, βρ: -дан, -а κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δημιουργώ, φτιάχνω, κάνω• κατασκευάζω•

    создать индустрию φτιάχνω βιομηχανία•

    создать новую машину κατασκευάζω καινούρια μηχανή•

    создать поэму φτιάχνω ποίημα•

    создать симфонию (μουσ.) φτιάχνω συμφωνία.

    2. ιδρύω, συγκροτώ•

    создать партию ιδρύωκόμμα•

    создать кружок ιδρύω όμιλο.

    || κάνω•

    создать шум κάνω θόρυβο.

    3. δημιουργώ• συνθέτω• καθορίζω•

    создать условия для работы δημιουργώ συνθήκες για εργασία•

    создать затруднения δημιουργώ δυσκολίες.

    εκφρ.
    быть созданным друг для друга – είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον (πολύ ταιριασμένο αντρόγυνο).
    δημιουργούμαι, γίνομαι• εμφανίζομαι, προβάλλομαι.

    Большой русско-греческий словарь > создать

  • 5 супруг

    α.
    ο σύζυγος, ο άντρας,
    πλθ. супруги οι σύζυγοι, το αντρόγυνο.

    Большой русско-греческий словарь > супруг

  • 6 couple

    1) αντρόγυνο
    2) ζευγάρι

    Dictionnaire Français-Grec > couple

См. также в других словарях:

  • αντρόγυνο — το βλ. ανδρόγυνο …   Dictionary of Greek

  • αντρόγυνο — το άντρας και γυναίκα παντρεμένοι νόμιμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανδρόγυνο — και αντρόγυνο και αντρόγενο, το (Μ ἀνδρόγυνον) ζεύγος νόμιμων συζύγων μσν. άνδρας και γυναίκα που συζούν …   Dictionary of Greek

  • διαζευγνύω — και διαζεύγω (AM διαζεύγνυμι και διαζευγνύω) 1. διαλύω, διαχωρίζω κάτι στα μέρη από τα οποία αποτελείται 2. διαλύω γάμο, χωρίζω αντρόγυνο 4. μέσ. διαζευγνύομαι (για συζύγους) παίρνω διαζύγιο, διαλύω τον γάμο μου αρχ. 1. λύνω από τον ζυγό 2. (το… …   Dictionary of Greek

  • δυσκολοχώριστος — η, ο 1. αυτός που δύσκολα χωρίζεται ή μοιράζεται σε μέρη («δυσκολοχώριστη κληρονομιά») 2. αυτός που δύσκολα διαστέλλεται 3. αυτός που δύσκολα αποχωρίζεται από άλλον («δυσκολοχώριστο αντρόγυνο») …   Dictionary of Greek

  • ζευγάρι — το (AM ζευγάριον, Μ και ζευγάριο και ζευγάριν) ζεύγος από βόδια για την καλλιέργεια τής γης (α. «ζευγάριον βοεικόν», Αριστοφ. β. «τίποτα δεν μάς μένει, ούτε ζευγάρι ούτε σπορά», Βαλαωρ.) νεοελλ. φρ. 1. «κάνω ζευγάρι» καλλιεργώ, οργώνω 2. «βγήκαν… …   Dictionary of Greek

  • νεφρίτης — Ορυκτό μεταπυριτικό άλας του μαγνησίου και του ασβεστίου, που πολλές φορές αντικαθίσταται κατά ένα μέρος από σίδηρο. Ανήκει στην ομάδα του ακτινολίθου (αμφίβολοι)· το χρώμα του είναι πρασινωπό έως λευκό, οι κρύσταλλοι του ανήκουν στο μονοκλινές… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • άτεκνος — η, ο αυτός που δεν έχει, δεν απόχτησε παιδιά: Το αντρόγυνο ήταν άτεκνο και ζητούσε παιδί να το υιοθετήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγαπημός — ο αγάπη, συμφιλίωση: Το αντρόγυνο μάλωνε συχνά κι αγαπημό δεν είχε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»